φιλοτουρκικός

φιλοτουρκικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας: Φιλοτουρκικές δηλώσεις ξένου υπουργού.
2. αυτός που γίνεται σε έκφραση αγάπης προς την Τουρκία ή τους Τούρκους: Φιλοτουρκικές εκδηλώσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοτουρκικός — ή, ό, Ν αυτός που διάκειται φιλικά προς την Τουρκία και τους Τούρκους ή εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους («φιλοτουρκική πολιτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Τούρκος + κατάλ. ικός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”