- φιλοτουρκικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας: Φιλοτουρκικές δηλώσεις ξένου υπουργού.2. αυτός που γίνεται σε έκφραση αγάπης προς την Τουρκία ή τους Τούρκους: Φιλοτουρκικές εκδηλώσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.